- οικουμενικότης
- (-ητος) η1) универсальность; 2) представительность (правительства)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικουμενικότητα — η καθολικότητα, παγκοσμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικουμενικός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰκουμενικότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek